δυσανάβατος

δυσανάβατος
δυσανάβατος
hard to climb
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσανάβατος — η, ο (AM δυσανάβατος, ον) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τόν ανεβεί κανείς 2. δυσνόητος μσν. το ουδ. ως ουσ. το δυσανάβατον το δύσκολο ανέβασμα …   Dictionary of Greek

  • δυσανάβατον — δυσανάβατος hard to climb masc/fem acc sg δυσανάβατος hard to climb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαναβάτῳ — δυσανάβατος hard to climb masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκορφος — η, ο 1. (για βουνά) αυτός που έχει υψηλή κορυφή, πολύ υψηλός 2. δυσανάβατος, απότομος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, κατάκορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κορφή] …   Dictionary of Greek

  • δυσάμβατος — δυσάμβατος, ον (Α) δυσανάβατος …   Dictionary of Greek

  • δυσυπέρβατος — η, ο (Α δυσυπέρβατος, ον) αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται, δυσανάβατος («δυσυπέρβατος δυσχέρεια») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”